οκτάστηλος

οκτάστηλος
και οχτάστηλος, -η, -ο
αυτός που καταλαμβάνει οκτώ στήλες εντύπου («οκτάστηλος τίτλος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… …   Dictionary of Greek

  • οχτάστηλος — η, ο βλ. οκτάστηλος …   Dictionary of Greek

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

  • δωρικός ρυθμός — Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”